Ο Ιμαγκόρ ήταν Αρμένης, κοντά εξηντάρης και ιδιοκτήτης παλιατζίδικου. Εκεί έπιασε δουλειά η Μαρία, που είχε χείλη παχιά και καπούλια βαρβάτα. Τη σορόπιαζε ο Ιμαγκόρ και μια με τα ουζάκια μια με τα σουτζούκια την κατάφερε. Μετά της λέει: δεν έρχεσαι σπίτι μου, αφού κι εσύ μόνη σου είσαι. Δέχτηκε αυτή και πήγε σπίτι του να μένει μαζί του. Μια μέρα βαράει την πόρτα τους ένας νεαρός, ομορφόπαιδο, ανιψιός του Ιμαγκόρ, ναυτικός, άρτι απολυθείς από καναδική φυλακή, για να ζητήσει δουλειά στο θείο του...